αὐτογνώμων — on one s own judgement masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογνώμονα — αὐτογνώμων on one s own judgement neut nom/voc/acc pl αὐτογνώμων on one s own judgement masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογνωμόνως — αὐτογνώμων on one s own judgement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογνώμονας — αὐτογνώμων on one s own judgement masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογνώμονι — αὐτογνώμων on one s own judgement dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογνώμονος — αὐτογνώμων on one s own judgement gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτογνωμία — η [αυτογνώμων] το να έχει κανείς δική του γνώμη για κάτι, ανεξαρτησία γνώμης … Dictionary of Greek
αυτογνωμονώ — αὐτογνωμονῶ ( έω) (Α) [αυτογνώμων] κάνω κάτι σύμφωνα με τη δική μου κρίση … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek